αερόψυκτος

αερόψυκτος
-η, -ο τεχνολ.
όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει συσκευές, όργανα ή άλλες διατάξεις, όπως κινητήρες εσωτερικής καύσεως, ηλεκτρονικές λυχνίες ή διατάξεις μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος, στις οποίες η απαγωγή τής θερμότητας για την αποφυγή υπερθερμάνσεως επιτυγχάνεται με ρεύμα αέρα, που δημιουργείται συχνά με τη βοήθεια ενός ανεμιστήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < aέρας + ψύχω
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. air cooled].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αερόψυκτος κινητήρας — Κινητήρας εσωτερικής καύσης που ψύχεται με αέρα. Στις μηχανές εσωτερικής καύσης η θερμοκρασία φτάνει σε επίπεδα που δεν επιτρέπουν την καλή λειτουργία τους και γι’ αυτό είναι απαραίτητο ένα σύστημα για την ψύξη τους. Υπάρχει ο υδρόψυκτος τύπος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”